σιδηροπυρίτης

σιδηροπυρίτης
Ορυκτό του σίδηρου και του θείου (FeS2), πολύ διαδομένο στη φύση. Κρυσταλλώνεται στην παρημιεδρία του κυβικού συστήματος, προκαλώντας το σχηματισμό μιας ευρείας κλίμακας κρυσταλλικών μορφών· συνηθέστερες είναι η κυβική, η οκταεδρική, η πενταγωνικοδωδεκαεδρική, η εικοσαεδρική. Σχεδόν πάντα, στις επιφάνειες του κύβου υπάρχουν παράλληλες προς τις ακμές ραβδώσεις. Οι έδρες του έχουν έντονη λάμψη, είναι λείες, με χρώμα συχνότερα χρυσοκίτρινο. Οι δίδυμοι συνδιαβλαστάνοντες κρύσταλλοι του σ. είναι γνωστοί ως «δίδυμοι του σίδηρου σταυρού». Αποτελεί δευτερεύον ορυκτό σε πολλά πετρώματα (κρυσταλλοσχιστώδη, εκρηξιγενή, ιζηματογενή) και σε κοιτάσματα μεταλλευμάτων, αλλά σχηματίζει και σημαντικές συγκεντρώσεις, που είναι οικονομικά εκμεταλλεύσιμες. Στην περίπτωση αυτή δεν έχει διασαφηνιστεί πάντοτε ο τρόπος σχηματισμού του ορυκτού αυτού. Οι ορυκτολόγοι θεωρούν ως πιθανότερους τρόπους τη μετασωμάτωση εξ επαφής, την υδροθερμική απόθεση ή την ιζηματογένεση. Πολύ συχνά ο σ. βρίσκεται μαζί με διάφορα άλλα ορυκτά, όπως χαλκοπυρίτη, γαληνίτη, σφαλερίτη, αρσενοπυρίτη, αυτοφυή χρυσό, σιδηρίτη, φθορίτη, βαρύτη, ασβεστίτη, κοβάλτιο, νικέλιο κλπ. Όταν ένα κοίτασμα σ. περιέχει χρυσό, τότε η εκμετάλλευση του αποβλέπει κυρίως στην εξαγωγή του μετάλλου αυτού. Ακόμα και το νικέλιο και το κοβάλτιο περιέχονται συχνά σε αρκετή ποσότητα ώστε να συμφέρει η εξαγωγή τους από τα κοιτάσματα του σ. Στις άλλες περιπτώσεις ο σιδηροπυρίτης προορίζεται για την παρασκευή θειικού οξέος και προϊόντων του θείου, ενώ μόνο τα φρύγματα της καύσης του αποτελούν σιδηρομετάλλευμα. Τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά κοιτάσματα του ορυκτού αυτού είναι του Ρίο Τίντο στην Ισπανία, του Ρόρος στη Νορβηγία, του Φαλούν στη Σουηδία, του Χαρτς και της Βαυαρίας στη Γερμανία. Και στην Ελλάδα υπάρχουν αρκετά αξιόλογα κοιτάσματα στη Χαλκιδική, κοντά στο Ίσβορο, και στην Ερμιόνη, της Αργολίδας, των οποίων η ποιότητα είναι αρκετά καλή. Στην Ιταλία επίσης υπάρχουν αρκετά αξιόλογα κοιτάσματα, στην επαρχία του Γκροσέτο, στην ‘Ελβα, στην Τοσκάνη κλπ. Έξω από τον ευρωπαϊκό χώρο, σημαντικά κοιτάσματα σ. υπάρχουν στην Ιαπωνία, στις ΗΠΑ και στη Ρωσία. Κρύσταλλοι σιδηροπυρίτη. Σε μερικούς κρυστάλλους αυτού του σημαντικού ορυκτού του θείου είναι εμφανής η πενταγωνικοδωδεκαεδρική συμμετρία.
* * *
ο, Ν
(ορυκτ.) διθειούχο ορυκτό τού σιδήρου που είναι ευρέως διαδεδομένο στη φύση και παράγει σπινθήρες, όταν χτυπηθεί με χαλύβδινο αντικείμενο, αλλ. πυρίτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σιδηροπυρίτης — ο ορυκτός διθειούχος σίδηρος: Στο Λαύριο υπάρχουν μεταλλεία σιδηροπυρίτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • ημιτροπία — Φαινόμενο δίδυμου σχηματισμού κρυσταλλικών μορφών, κατά το οποίο δύο όμοιοι κρύσταλλοι είναι έτσι ενωμένοι, ώστε ο ένας να έχει στραφεί ως προς τον άλλο κατά 180°, δηλαδή κατά μισή στροφή. Ο άξονας γύρω από τον οποίο γίνεται η περιστροφή λέγεται… …   Dictionary of Greek

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητοπυρίτης — Ορυκτό που αποτελεί θειούχο ένωση του σίδηρου του τύπου FeS. Η ένωση αυτή είναι γνωστή και με την ονομασία πυροτίτης ή πυροτίνης και κρυσταλλώνεται στο εξαγωνικό σύστημα. Έχει μεταλλική λάμψη και μπρουντζοκίτρινο χρώμα. Βρίσκεται σε φλοιώδη και… …   Dictionary of Greek

  • μετάλλευμα — Ορυκτό που συνήθως περιέχει διάφορα μέταλλα σε αρκετή ποσότητα, ώστε να παρουσιάζει βιομηχανικό ενδιαφέρον. Η χρήση των μ. από τη βιομηχανία προϋποθέτει την κατάλληλη κατεργασία (φυσική, χημική ή θερμική). Τα μέταλλα που συγκροτούν τα μ.… …   Dictionary of Greek

  • ορυκτολογία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ορυκτών: εξετάζει όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους, από την εξωτερική μορφολογική δομή τους έως τη θέση των ατόμων που τα αποτελούν και τις μεταξύ τους σχέσεις, από τις φυσικές ιδιότητες έως… …   Dictionary of Greek

  • Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… …   Dictionary of Greek

  • Αργολίδα — Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Πελοποννήσου. Στην αρχαιότητα το όνομα αυτό είχε η περιοχή που εκτεινόταν από τον Ισθμό της Κορίνθου έως τη βορειοανατολική Πελοπόννησο, από τον Σαρωνικό και Κορινθιακό έως τον Αργολικό κόλπο στα Ν, την Αρκαδία …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”